ηλεκτρίσιμος

ηλεκτρίσιμος
η , ο [ος , ον ] электризуемый, поддающийся электризации

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηλεκτρίσιμος" в других словарях:

  • ηλεκτρίσιμος — η, ο αυτός ο οποίος μπορεί να ηλεκτρισθεί, αυτός που ηλεκτρίζεται εύκολα, δεκτικός ηλεκτρίσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»